- σκάζει
- σκάζωlimppres ind mp 2nd sgσκάζωlimppres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκάζω — και σκάνω και σκάω έσκασα, σκασμένος 1. μτβ., προκαλώ ρήγμα: Του έσκασαν το μπαλόνι και κλαίει. 2. μτφ., στενοχωρώ πολύ κάποιον: Τον έσκασε αυτό το παιδί με το πείσμα του. 3. αμτβ., παθαίνω ρήγμα: Έσκασαν οι τοίχοι από το σεισμό. – Έσκασαν τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοπανατζής — ο, θηλ. κοπανατζού αυτός που φεύγει κρυφά ή απουσιάζει αδικαιολόγητα από κάπου, αυτός που τό σκάζει από κάπου, που «τήν κάνει κοπάνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπάνα + κατάλ. τζής (πρβλ. πατωμα τζής)] … Dictionary of Greek
πατητός — ή, ό / πατητός, ή, όν, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. πατημένος, συμπιεσμένος, ζουληγμένος («πατητά σύκα») 2. το θηλ. ως ουσ. πατητή (ενν. βελονιά) τρόπος αραιάς ραφής, κατά τον οποίο η πλευρά ενός κομματιού υφάσματος τοποθετείται πάνω στην πλευρά άλλου… … Dictionary of Greek
σκαστός — ή, ό, Ν (για πράγμ.) αυτός που σκάζει ή γίνεται με κρότο, ηχηρός (α. «σκαστή σβερκιά» β. «σκαστό φιλί») 2. (για πρόσ.) α) αυτός που φεύγει κρυφά β) αυτός που απουσιάζει αυθαίρετα ή αδικαιολόγητα 3. (για χρήματα) αυτός που πληρώνεται όλος μαζί,… … Dictionary of Greek
υγροσχαστικός — ή, ό, Ν (για καρπό) αυτός που σκάζει από υγρασία, που σχηματίζει σχισμές από την απορρόφηση υγρασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + σχάζω «ανοίγω σχισμή, σκάω»] … Dictionary of Greek